Выбери любимый жанр

Выбрать книгу по жанру

Фантастика и фэнтези

Детективы и триллеры

Проза

Любовные романы

Приключения

Детские

Поэзия и драматургия

Старинная литература

Научно-образовательная

Компьютеры и интернет

Справочная литература

Документальная литература

Религия и духовность

Юмор

Дом и семья

Деловая литература

Жанр не определен

Техника

Прочее

Драматургия

Фольклор

Военное дело

Последние комментарии
оксана2018-11-27
Вообще, я больше люблю новинки литератур
К книге
Professor2018-11-27
Очень понравилась книга. Рекомендую!
К книге
Vera.Li2016-02-21
Миленько и простенько, без всяких интриг
К книге
ст.ст.2018-05-15
 И что это было?
К книге
Наталья222018-11-27
Сюжет захватывающий. Все-таки читать кни
К книге

Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения - Чорногор Ю. - Страница 5


5
Изменить размер шрифта:

Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο (спрашивает ребенок учителя):

– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε (раз земля вращается, как вы говорите), γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα (почему не падают верх ногами люди, когда земля повернута верх ногами; το πόδι – нога; ανάποδα – верх ногами);

– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας (не падают, потому что их держит закон притяжения; πέφτω; κρατάω).

– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν (а до того, как был принят этот закон, как они держались; ψηφίζω – голосовать; ψηφίζομαι – быть одобренным /о законопроекте/; κρατιέμαι);

Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:

– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα;

– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.

– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;

* * *

Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη (однажды в классе говорит учительница Тасулису):

– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι (я читаю, ты читаешь, что это за время?);

– Χαμένος (потерянное; χάνω – терять)!

Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη:

– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι;

– Χαμένος!

* * *

Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του (разгневанный ребенок говорит своему другу; εξαγριώνομαι):

– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα (твой пес съел у меня все сосиски; το λουκάνικο; τρώω)!

– Καλά που μου το είπες (хорошо, что ты мне сказал; λέω), για να μη του δώσω τίποτε άλλο (чтоб я не давал ему ничего больше; δίνω) και βαρυστομαχιάσει (и у него не случилось бы несварения; βαρυστομαχιάζω; βαρύς – тяжелый; το στομάχι – желудок)!

Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του

– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα!

– Καλά που μου το είπες, για να μη του δώσω τίποτε άλλο και βαρυστομαχιάσει!

* * *

Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν (два маленьких ребенка болтают):

– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς (скажи мне, Костакис, когда вырастешь, ты на мне женишься; μεγαλώνω – расти, вырастать; становиться взрослым /от прил. μεγάλος – большой/; παντρεύομαι);

– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει (нет, не получится: «не может случиться»; γίνομαι – становиться, делаться; становиться возможным). Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους (знаешь, у нас все женятся на родственниках). Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου (папа мой женился на моей маме), ο παππούς μου τη γιαγιά μου (дедушка на бабушке), ο θείος τη θεία μου (дядя на тете)…

Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν:

– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς;

– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει. Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους. Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου, ο παππούς μου τη γιαγιά μου, ο θείος τη θεία μου…

* * *

Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι (две бабушки обсуждают своих супругов за чашкой чая: «когда пьют чай»):

– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του (надеюсь, Фанасис прекратит грызть ногти; σταματάω; φάω), λέει η μία (говорит одна).

– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο (а, Йоргос делал то же самое, но я его отучила: «прекратила эту привычку»; κόβω – резать; прекращать, бросать).

– Τι; Σοβαρά; Πώς (что? серьезно? как?);

– Του έκρυψα τα δόντια του (спрятала его зубы; κρύβω).

Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι:

– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του, λέει η μία.

– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο.

– Τι; Σοβαρά; Πώς;

– Του έκρυψα τα δόντια του.

* * *

Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα (после автомобильной аварии), ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε (водитель видит, что его искусственные зубы потрескались; σπάζω – разбиваться, ломаться; трескаться).

«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω (знаешь, сколько времени займет, чтобы их заменить; αντικατασταίνω); Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες (до тех пор я смогу есть только супы)! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP (и все это потому, что ты не видел знака STOP)!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος (кричит другому, нервничая)…

«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα (слушай, погоди: «сядь, подожди», может, у меня есть что-то для тебя)» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ (говорит другой водитель и открывает багажник). Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια (оттуда начинает доставать кучу золотых зубов; ο σωρός) και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει (и дает их другому, чтобы тот их примерил). Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε (наконец, человек нашел точно те зубы, которые ему подходят), και ανακουφίστηκε (и успокоился; ανακουφίζομαι).

«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου (как хорошо, что у тебя были все эти зубы с собой). Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος (ты кто? зуботехник или стоматолог?);

«Ενεχυροδανειστής (хозяин ломбарда; το ενέχυρο – залог; δανείζω – давать в долг, давать взаймы).»

Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε.

«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω; Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος…

«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ. Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει. Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε, και ανακουφίστηκε.

«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου. Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος;

«Ενεχυροδανειστής.»

* * *

Οδοντίατρος (стоматолог): Δυστυχώς αυτό το δόντι έχει χαλάσει (к несчатью, этот зуб разрушился; χαλάω – портить(ся)). Φοβάμαι πως τελικά πρέπει να το βγάλουμε (боюсь, что в конце концов придется его удалить; βγάζω – вынимать; снимать /одежду/; удалять /зуб/). Εντάξει (ладно);

Δικαστής ασθενής (судья-пациент; ασθενήςслабый; больной): Ορκίζεστε ότι θα βγάλετε το χαλασμένο δόντι (вы клянетесь, что будете удалять больной: «испорченный» зуб), όλο το χαλασμένο δόντι και μόνο το χαλασμένο δόντι (весь больной зуб и ничего, кроме больного зуба?; μόνο – только);

Οδοντίατρος: Δυστυχώς αυτό το δόντι έχει χαλάσει. Φοβάμαι πως τελικά πρέπει να το βγάλουμε. Εντάξει;

Δικαστής ασθενής: Ορκίζεστε ότι θα βγάλετε το χαλασμένο δόντι, όλο το χαλασμένο δόντι και μόνο το χαλασμένο δόντι;

* * *

Μα μη φωνάζετε (не кричите же)! Δεν άγγιξα ακόμα το δόντι σας (я не трогал еще ваш зуб; αγγίζω)! Το ξέρω γιατρέ, αλλά πατάτε πάνω στο πόδι μου (знаю, доктор, но вы топчетесь на моей ноге; πατάω – ступать ногой, наступать; топтать).

Μα μη φωνάζετε! Δεν άγγιξα ακόμα το δόντι σας! Το ξέρω γιατρέ, αλλά πατάτε πάνω στο πόδι μου.