Выбери любимый жанр

Выбрать книгу по жанру

Фантастика и фэнтези

Детективы и триллеры

Проза

Любовные романы

Приключения

Детские

Поэзия и драматургия

Старинная литература

Научно-образовательная

Компьютеры и интернет

Справочная литература

Документальная литература

Религия и духовность

Юмор

Дом и семья

Деловая литература

Жанр не определен

Техника

Прочее

Драматургия

Фольклор

Военное дело

Последние комментарии
оксана2018-11-27
Вообще, я больше люблю новинки литератур
К книге
Professor2018-11-27
Очень понравилась книга. Рекомендую!
К книге
Vera.Li2016-02-21
Миленько и простенько, без всяких интриг
К книге
ст.ст.2018-05-15
 И что это было?
К книге
Наталья222018-11-27
Сюжет захватывающий. Все-таки читать кни
К книге

Δυνάμωσε την Ψυχή σου - Архимандрит (Конанос) Андреас - Страница 32


32
Изменить размер шрифта:

Και σηκώθηκα και πήγα. Έψαχνα εκεί στην Ομόνοια· γιατί έχω δει και άλλα τέτοια πρόσωπα, ναρκομανείς που πέφτουν κάτω στα πεζοδρόμια, παίρνουν τη δόση τους, τους πιάνει εκεί πόσες ώρες, κάθονται καθηλωμένοι και λοιπά. Πήγα εκεί πέρα, κοίταζα από εδώ και από εκεί, πέρναγα διακριτικά από το ένα στενό, από το άλλο, δε το βρήκα το πρόσωπο που έψαχνα. Κι έλεγα, τι θα γίνει τώρα; Και έλεγα: «Θεέ μου, ελέησε το παιδάκι αυτό», πώς έγινε, παιδί μου, αυτό; Ένα καλό παιδί να μπλέκει· πώς παρασύρθηκε; Και προσευχόμουν γι' αυτό το παιδί.

Α, και τώρα στο Αγιο Όρος, λοιπόν, εκεί που έτρωγα στην τράπεζα της Μονής και κοίταζα απέναντι που σας λέω τα άτομα, με κοίταζε κάποιο πρόσωπο. Και όπως πήγα να βγω μετά από την τράπεζα, πέρασε και αυτός μπροστά μου. Δεν κατάλαβε και αυτός ποιος ακριβώς ήμουν κι εγώ, αλλά, όταν αυτός που με κοίταζε με πλησίασε, εγώ κατάλαβα ποιος ήταν. Ήταν αυτός! Αυτό το παιδί που είχα να το δω έξι-επτά χρόνια και εν τω μεταξύ είχε μπλέξει. Και τρελάθηκα!.. Τον βλέπω και τον σταματάω! Και του λέω: «Εσύ είσαι»; Μου λέει: «Πάτερ!» Και με φιλάει. Και με φίλησε, όπως θα φίλαγε τον πατέρα του. Στα μάγουλα κανονικά, όχι σαν παπά με ευλάβεια. Γιατί τα παιδιά αυτά, πώς να το πω, τους λείπει η στοργή, η αγάπη, η ζεστασιά. Όχι ότι δεν την είχε το παιδί αυτό στην οικογένειά του, αλλά πάντα τους λείπει· και ειδικά τώρα που είναι πονεμένα. Και μου πιάνει το χέρι και δε μου το άφηνε. Και το χέρι του έτρεμε, έτρεμε από… δε ξέρω, (αυτοί οι άνθρωποι, τρέμει κάπως το νευρικό τους σύστημα). Είχε μια ευαισθησία και το χέρι του έτρεμε σαν ένας μεγάλος παππούς. Έτρεμε το χέρι του, το ένοιωθα στο χέρι μου, στην παλάμη μου και δε με άφηνε. Του λέω: «Τι κάνεις, βρε παιδί μου»; «Δεν τα μάθατε», μου λέει; «Τα έμαθα», του λέω, «και χαίρομαι πάρα πολύ (που σε βλέπω). Τι ήρθες εδώ να κάνεις»; Λέει: «Ήρθα εδώ πέρα και προσπαθώ να βοηθηθώ από την Παναγία. Κάνω προσευχή, πάω στις ακολουθίες, βοηθάω λίγο εδώ πέρα στις δουλειές· να αποτοξινωθώ, να ηρεμήσω να το ξεπεράσω. Πάω και κάτω λίγο, καμιά φορά, και πάλι μπλέκω. Ξαναγυρί-ζω, πέφτω, σηκώνομαι». Και του λέω: «να σου πω» του λέω, «ξέρεις κάτι; Ο θεός, η Παναγία μας, δε θα σε αφήσουν. Έχεις κι εσύ ένα δρόμο στη ζωή σου. Δε ξέρει κανείς το τέλος του δρόμου σου. Μην απογοητεύεσαι. Μην απελπιστείς· κάνε ό,τι μπορείς· και πολύ χάρηκα που σε είδα εδώ» του λέω. «Σ' έψαχνα», του λέω, «ξέρεις πού»; «Στην Ομόνοια σε έψαχνα να σε βρω. Και τώρα χάρηκα που είσαι στην αγκαλιά της Παναγίας μας, εδώ στο Περιβόλι της!». Και συγκινήθηκε και μου λέει: «Τι ώρα φεύγει το καράβι σου»; Του λέω: «Φεύγει τώρα, δέκα και είκοσι». «Να σε δω, θα έρθω να σε βρω».

Και ήρθε να με δει τα τελευταία δέκα λεπτά, έστω να μου πει ό,τι δεν μπορούσε να μου πει όλα αυτά τα χρόνια… Να μου μιλήσει όσο δεν μπορούσε να μου μιλήσει τον τελευταίο καιρό. Έτρεξε να μου φέρει φωτογραφίες από την οικογένεια του, από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Μιλήσαμε, συγκινήθηκε, με κοιτούσε, μου είπε να προσευχηθώ. Μου ξαναφίλησε το χέρι. Πάλι έδειχνε αυτό τον πόθο του, να νιώσει ζεστασιά και αγάπη και στοργή, και πατρική και μητρική στοργή ταυτόχρονα και όλα τα ήθελε αυτό το παιδάκι. Και λέω: «Χριστέ μου, τι πράγμα είναι αυτό»! Και ήθελα να πω σε ένα δημοσιογράφο στην τηλεόραση (να μη λέω τώρα ονόματα). Να φωνάξω τον κ. τάδε του καναλιού τάδε που συνέχεια σχολιάζουν, που βρίζουν, που κατηγορούν να του πω έλα εδώ εσύ… πάρε αυτό το παιδάκι, να σου δώσει αυτό, μια συνέντευξη! Έλα και πες του παιδιού αυτού για την Εκκλησία, τους μοναχούς πες του, πες του! Γιατί, στην ουσία αυτό κάνεις. Κατήγορός. Δεν αγαπάς την Εκκλησία. Και έλα, πες του! Τι θα σου πει το παιδί αυτό; Θα σου πει, εγώ εδώ πέρα βρήκα νόημα και σκοπό. Εάν δεν είχα έρθει εδώ πέρα, θα είχα πεθάνει! Θα είχα αυτοκτονήσει! Θα είχα τρελαθεί! Θα είχα φτάσει στην έσχατη κατάπτωση. Αυτό είναι το Άγιο Όρος το μυστικό. Αυτό είναι το Άγιο Όρος το κρυφό. Αυτή είναι η προσφορά αυτών που δε θα ακουστούν ποτέ στην τηλεόραση, ποτέ στα κανάλια, ποτέ στις ειδήσεις γιατί απλούστατα — αυτό το έχεις πει και εσύ — αυτά δεν πουλάνε. Αυτά συγκινούν και όταν ο άνθρωπος συγκινηθεί και μετανιώσει, θα κλείσει το κανάλι της τηλεόρασης και δε θα έχεις δουλειά εσύ. Και μετά τι θα κάνεις; Γι' αυτό και λες· για να κρατάμε τον κόσμο, για να έχουμε τηλεθέαση και ακροαματικότητα, βγάλε σκάνδαλα, βγάλε έκτροπα, βγάλε αμαρτίες, βγάλε αταξίες. Και μου λες: «Γιατί; Δε γίνονται, δηλαδή, όλα αυτά τα έκτροπα»; Γίνονται, αλλά γίνονται και αυτά τα ωραία! Υπάρχουν και αυτά τα ωραία στοιχεία της ομορφιάς της αγιότητας της υγείας μέσα στην ασθένεια· της προσφοράς μέσα στην αδυναμία του άλλου. Της αγάπης, της ζεστής αγκαλιάς, του ζεστού φιλιού· που ο άλλος νιώθει την ανάγκη κάποιος να τον αγκαλιάσει, να του δείξει στοργή. Αυτά, γιατί δεν τα λες Αυτό είναι το Άγιο Όρος.

Αυτό το Αγιο Όρος αγάπησα! Αυτό το Άγιο Όρος με συγκίνησε και έφυγα γεμάτος από ευτυχία και δύναμη και παρηγοριά και συγκίνηση και κατάνυξη και προβληματισμό και… πώς να το πω εγώ. Κάποιος μου είπε: «Κάθε φορά που πάω στο Άγιο Όρος είναι κάτι ξεχωριστό αυτό που παίρνω». Κοίτα πόσα πράγματα σου είπα τώρα, που είδα από τέσσερις-πέντε μέρες που έκατσα στο Άγιο Όρος. Και, όταν πήγα στο αεροδρόμιο, (για) να γυρίσω, γιατί είχα βγάλει ένα πολύ φτηνό εισιτήριο εδώ και πολύ καιρό. Για να είναι πολύ φτηνό, το είχα κλείσει. Το λέω αυτό, γιατί μερικοί σκανδαλίζονται. Όταν λες ότι γυρίζεις με αεροπλάνο, νομίζουν ότι δίνεις εκατοντάδες ευρώ. Ήταν πάμφθηνο· τριάντα πέντε ευρώ ήταν. Ήρθε ένα ζευγάρι Γερμανών, στο άσχετο, και με βρήκαν και μου έβγαλαν ένα κουτά κι με βέρες και μου έλεγαν στα Γερμανικά κάτι, μισο-καταλάβαινα ελάχιστα. «Θέλουμε», λέει, «να μας ευλογήσετε τις βέρες». Με είδαν που βγήκα από το Άγιο Όρος; Δεν ήξεραν ότι βγήκα από το Άγιο Όρος και δε ξέρω γιατί, με βρήκαν στο αεροδρόμιο. Λέω: «Είστε ορθόδοξοι»; Λέει, «Όχι, πειράζει; Θέλουμε να μας ευλογήσεις· είναι κακό να μας ευλογήσεις τις βέρες»; «Να σας ευλογήσω». Και τους ευλόγησα τις βέρες και με χαιρέτησαν με πολλή αγάπη. Και λέω: «Βρε παιδί μου, κοίτα να δεις· φεύγω από το Άγιο Όρος συγκινημένος, πάω στο αεροδρόμιο και κάθομαι-και ενώ θέλω να κλειστώ στον εαυτό μου και να σκεφτώ όλα αυτά τα ωραία που έζησα, κάποιος ξαφνικά, σαν να τον τράβηξε κάτι και ήρθε κοντά μου και μου ζητά ευλογία». Μου λέει, «έχουμε πενήντα χρόνια γάμου-επέτειο και θέλουμε να μας ευλογήσετε εσείς». Βγήκα από το Άγιο Όρος και αμέσως ήρθε κάποιος κοντά μου να ζητήσει ευλογία. Εγώ που το αισθάνθηκα στη ψυχή μου αυτό, έτσι το πήρα: Όταν πραγματικά πας κοντά στο Θεό, έστω λίγο να Τον ακουμπήσεις, μετά οι άλλοι, όταν γυρίσεις θέλουν κι αυτοί να σε πλησιάσουν χωρίς να το επιδιώξεις. Χωρίς να το θέλεις. Μόνο και μόνο επειδή είσαι άνθρωπος του Θεού, έστω και λίγο.

Και μετά πήγα στον ηλεκτρικό, όταν πήγα στην Αθήνα, για να πάω σπίτι μου, και μπήκε μέσα ένας ναρκομανής που έβγαλε τα χαρτιά του και άρχισε να λέει αυτά που λέει, και τα λοιπά, ότι έχει κάνει αποτοξίνωση, τον έχει δείξει το κανάλι τάδε και θέλω βοήθεια. Και λέω: «Τώρα εγώ δε γίνεται να μην του δώσω». «Μα», μου λέει ένας, «θα πάρει ναρκωτικά». Μα, τι λες τώρα; Ο Θεός που του δίνει ζωή! δεν ξέρει τι κάνει; Όλοι ναρκομανείς δεν είμαστε; Εσύ, όταν βλέπεις εκατό ώρες την ημέρα τηλεόραση, ναρκομανής δεν είσαι; Τι είσαι; Εσύ, όταν μιλάς στο τηλέφωνο εκατό ώρες ναρκωτικό δεν είναι; Και η πολυλογία σου; Τι κάνεις γι' αυτό; Σε τιμωρεί ο Θεός; Όχι! Και εγώ γιατί να τιμωρήσω αυτόν; Ύστερα, με το μισό ευρώ που θα του δώσω, θα πάει να πάρει ναρκωτικά; Όχι, αγαπητέ μου. Αγάπη του δίνω. Ο ιερέας είναι αγάπη, είναι προσφορά. Δεν μπορώ να μη του δώσω τίποτε και να περάσει έτσι μπροστά από έναν παπά… και έβαλα το χέρι στην τσέπη και ζητούσα κάτι ψιλά. Είκοσι, τριάντα λεπτά· και μάζεψα έτσι ψιλολόγια και βγήκαν πενήντα, εξήντα λεπτά και του τα έδωσα στο χέρι. Και αντί αυτός να φύγει… μέσα στον κόσμο, μες στον ηλεκτρικό που όλο το βαγόνι ήταν γεμάτο, μου φιλάει το χέρι και δε σηκώνει τα χείλη από το χέρι μου. Μες τον κόσμο. Και κοίταζαν όλοι έναν ναρκομανή με τα χαρτιά του ανοιχτά, να φιλάει το χέρι ενός παπά που είχε γυρίσει από το Αγιο Όρος που δεν το ήξερε κανείς όμως. Το ήξερε όμως ο Θεός και πήγε στην ψυχή αυτού του παιδιού και του λέει, είναι ένας παπάς αμαρτωλός, το ξέρει ο Θεός αλλά πίσω από αυτό κρύβεται η Χάρη του Χριστού, ο Οποίος είναι Αγάπη, ο Οποίος είναι ο μόνος που έχει ανάγκη ο κόσμος. Αυτόν έχει ανάγκη και πήρε μια ευχή από έναν αμαρτωλό παπά. Και κανενός άλλου το χέρι εκεί μέσα δεν το φίλησε. Σε κανέναν άλλο δε στάθηκε έτσι, όπως στάθηκε μπροστά στην ιεροσύνη, στην Εκκλησία, στο Χριστό. Αυτόν έχει ανάγκη όλος ο κόσμος.