Выбери любимый жанр

Выбрать книгу по жанру

Фантастика и фэнтези

Детективы и триллеры

Проза

Любовные романы

Приключения

Детские

Поэзия и драматургия

Старинная литература

Научно-образовательная

Компьютеры и интернет

Справочная литература

Документальная литература

Религия и духовность

Юмор

Дом и семья

Деловая литература

Жанр не определен

Техника

Прочее

Драматургия

Фольклор

Военное дело

Последние комментарии
оксана2018-11-27
Вообще, я больше люблю новинки литератур
К книге
Professor2018-11-27
Очень понравилась книга. Рекомендую!
К книге
Vera.Li2016-02-21
Миленько и простенько, без всяких интриг
К книге
ст.ст.2018-05-15
 И что это было?
К книге
Наталья222018-11-27
Сюжет захватывающий. Все-таки читать кни
К книге

Δυνάμωσε την Ψυχή σου - Архимандрит (Конанос) Андреас - Страница 10


10
Изменить размер шрифта:

Τέτοιου είδους καυγάς καυγάς από αγάπη! Να τσακώνεσαι επειδή αγαπάς. Φαντάσου· του έλεγε ο άλλος: «Μα όχι, έπρεπε να κάτσεις, να μην κουραστείς». «Μα τι λες τώρα;», και τέτοια.

Έχεις τσακωθεί ποτέ από αγάπη; Έχεις τσακωθεί ποτέ με τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να δει αυτή ένα έργο και εσύ θέλεις να δεις ένα άλλο στην τηλεόραση και να πεις «Μα τι λες τώρα, αγάπη μου! Το δικό σου να δούμε. Συγγνώμη που κοίταζα τόση ώρα τα δικά μου. Είχα ξεχαστεί ότι άρχισε το έργο που σου αρέσει. Να δούμε τη δική σου εκπομπή»! Το έχεις κάνει αυτό; Παρά ο καθένας κοιτάει το δικό του. Λέει: «Τι ώρα είναι; Άλλαξε το έργο τώρα, έχει αρχίσει αυτό που θέλω να δω». Αυτό που θες εσύ να δεις. Γιατί, αυτό που θέλω εγώ να δω; Μα τι, αυτό που θες εσύ να δεις; Εγώ θέλω να δω. Μα εγώ θέλω! Και λέει: η λύση είναι να πάρουμε άλλη μία τηλεόραση. Να πάρεις εσύ τη δική σου. Να πάρω και εγώ τη δική μου και να βλέπουμε ο καθένας ό, τι θέλει ο καθένας. Δηλαδή, να γίνεται το δικό μας στο σπίτι. Το δικό μου και το δικό σου. Και ποτέ να μη γίνει θυσία ο ένας για τον άλλον.

Σκέψου να τσακωθούν τα ζευγάρια και να λένε, «Πού θα πάμε διακοπές»; Και να λέει ο ένας: «Όπου θες εσύ, αγάπη μου · στο δικό σου το χωριό. Γιατί όλο στο δικό μου πηγαίνουμε· να δούμε και τους δικούς σου». Και να λέει η γυναίκα: «Μα τι λες τώρα; Να αφήσουμε τη μητέρα σου χωρίς να την δούμε; Πάμε, πάμε στο δικό σου το χωριό»! Και να τσακώνονται. Τι είπε; «Σαν λιβάνι ανεβαίνει ο τσακωμός σας στο Θεό. Σαν θυσία. Σαν οσμή ευωδίας πνευματικής». Πού είναι τέτοιοι τσακωμοί; Πού είναι αυτοί οι τσακωμοί; Φοβερό μου φαίνεται.

Είχα πάει σε μια εκκλησία· και ήτανε ένα γεροντάκι ιερέας, που κανονικά αυτός έπρεπε να είναι στη θεία Λειτουργία πρώτος, κανονικά. Αλλά επειδή με κάλεσαν εμένα για να λειτουργήσω και να μιλήσω, μου λέει: «Πάτερ, εσύ θα λειτουργήσεις. Μου το είπε και ο υπεύθυνος εδώ, δεν θα είμαι εγώ πρώτος στη θεία Λειτουργία, θα είσαι εσύ. Εγώ θα κάθομαι στο πλάι σου». Φαντάσου τώρα. Και το δεχότανε. Του λέω: «Πάτερ, δεν πειράζει εγώ θα μιλήσω όταν έρθει η ώρα, αλλά τώρα εσείς να είστε στο κέντρο της Αγίας Τραπέζης». «Όχι, όχι, όχι». Και μερικές στιγμές που τον έβαζα να κάτσει με το ζόρι, δεν ήθελε. Και χαιρόταν. Και στο τέλος μου βγάζει μια τέτοια χαρά, που τελείωσε η Θεία Λειτουργία και μου λέει: «Πάτερ πολύ χάρηκα που συλλειτουργήσαμε». Και έβλεπα ότι δεν το έλεγε υποκριτικά, ψεύτικα· να λέει μέσα του: «Χάρηκα, αλλά τέλος πάντων, ήρθες εσύ τώρα εδώ πέρα και μας έκανες τον έξυπνο. Και ήρθες εσύ ο νεότερος». Όχι· έβγαζε αληθινή αγάπη. Και έλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, όταν φτάσω και εγώ στην ηλικία του, να έχω τέτοια καθαρή αγάπη που να θυσιάζομαι για τον νεότερο και να μην με πειράζει, αν χάσω την σειρά μου, τα πρωτεία μου, την εξουσία μου». Γιατί και εκεί, υπάρχει μια διαβάθμιση. Καταλάβατε τι εννοώ; Υπάρχει μια τάξη. Θα πει τώρα κανείς, που ξέρει από αυτά, «αυτή είναι η τάξη της Εκκλησίας»!

Εντάξει, η τάξη της Εκκλησίας είναι αυτή. Αλλά και η αγάπη μερικές φορές, έστω σαν εξαίρεση, μπορεί να πει κάτι άλλο. Η αγάπη. Έτσι δεν είναι; Δηλαδή, αν εγώ είχα τον πατέρα Πορφύριο στην Εκκλησία μου και — πες ότι εγώ ήμουν αρχαιότερός του — έπρεπε να του πω: «Πάτερ, κάτσε στο πλάι επειδή εγώ είμαι αρχαιότερος»; Η αγάπη αυτό έλεγε: να του πω: «Πάτερ, ελάτε εσείς εδώ». Και να μου έλεγε: «Όχι, εσύ να κάτσεις». Και θα τσακωνόμασταν. Αυτό που είπε ο άγγελος. Τέτοιοι τσακωμοί είναι οι πιο όμορφοι μπροστά στον Θεό. Από αγάπη χριστιανική να τσακώνεσαι. Όχι, όμως, από εγωισμό! Αλλά από διάθεση θυσίας.

Πού είναι αυτά; Ε; Τα ζούμε αυτά; Εγώ δεν ξέρω να τα ζούμε. Όσοι τα ζούνε είναι μακάριοι. Τα ζεις. Εσύ μερικές φορές, τα έχεις ζήσει αυτά και τα προσπαθείς και τα παλεύεις. Και είσαι αξιέπαινος/-η. Και, αλήθεια σου λέω, μπροστά σου, υποκλίνομαι και συγκινούμαι από αυτήν την ταπείνωση που δείχνεις μερικές φορές.

Αλλά μιλάω έτσι σαν σύνολο, στην Εκκλησία. Δεν ξέρω εσύ, Βασίλη Χατζηνικολάου, είσαι και εσύ. Και σ' ευχαριστώ πάρα πολύ που και σήμερα μας βοηθάς με τη μουσική σου και έχεις και εσύ εμπειρίες και εκκλησιαστικές, αλλά και μουσικές, και μ' εταιρείες διάφορες. Δηλαδή κάπου ψάχνεις να δεις το Χριστιανισμό να βιώνεται, βρε παιδί μου· να βιώνεται! Και λες να βιώνεται, έτσι, όχι μόνο στα λόγια. Να βιώνεται σε τέτοια μικρά περιστατικά, στιγμιότυπα, που, και μικρά να είναι, δείχνουν κάτι πολύ μεγάλο που κρύβεις μέσα σου ή που δεν κρύβεις. Δηλαδή αποκαλύπτεσαι! Ξεσκεπάζεται η αλήθεια της ζωής σου κάποια στιγμή.

Άκου τώρα· ο άγιος Σεραπίων ο Ιινδόνιος, το όνομά του ήταν Σινδόνιος, γιατί φόραγε ένα σεντόνι μόνο. Και γιατί είχε μόνο ένα σεντόνι; Γιατί, όλα τ' άλλα τα παπλωματά του, και τα λεφτά του και τα περιουσιακά του, τα είχε δώσει. Δεν ήθελε τίποτα να έχει δικό του. Τίποτα δικό του. Δεν ήθελε να έχει δική του περιουσία. Ούτε δωμάτιο. Ούτε σπίτι. Τίποτα. Ένα σεντόνι να τυλίγεται. Γιατί; Γιατί ήθελε ν' αγαπά τόσο πολύ, που να μην κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Όλα για τους άλλους. Και έφτανε στο σημείο από την πολλή αγάπη να πηγαίνει, να πουλιέται μόνος του σαν δούλος σε ανθρώπους που είχανε ανάγκη για να τους βοηθήσει. Ας πούμε, έλεγε σ' έναν φίλο του: «Πήγαινε να με πουλήσεις σ' αυτό το σπίτι γιατί υπάρχει λόγος». Πήγαινε, τον πούλαγε ο φίλος του. Καθόταν αυτός δυο-τρία χρόνια. Είχε προβλήματα ας πούμε το σπίτι· τσακωμούς, διαζύγια, προβλήματα- και αυτός με την καλοσύνη του, τους άλλαζε το μυαλό, την καρδιά. Τους μαλάκωνε. Και έλεγαν οι άλλοι: «Μα πώς μας έκανες έτσι; Εσύ δεν είσαι δούλος. Εσένα, έπρεπε να σε κάνουμε δάσκαλό μας. Είσαι πνευματικός άνθρωπος. Έχεις αγάπη. Έχεις αγάπη Χριστού».

Και ξέρεις τι λέει στο βίο του; Δεν μίλαγε, λέει, αρχικά για το Χριστό· δεν έλεγε πολλά. Αλλά αυτή η αγάπη η έμπρακτη, τον άλλον τον προβληματίζει. Και σου λέει: «Βρε παιδί μου, σαν το Χριστό κάνεις εσύ». Φαντάσου! Στο έχει πει κανείς αυτό, αγαπητέ μου; Να σου πει κανείς: «Βρε παιδί μου, σαν το Χριστό κάνεις! Σαν το Χριστό κάνεις»!

Και όταν τους μόνοιασε, λέει: «Όχι, όχι· εγώ δεν είμαι, εγώ για τέτοια. Αφού τα βρήκατε, αφού αγαπηθήκατε, αφού ταιριάζατε, εγώ φεύγω· και τα λεφτά που μ' αγοράσατε, πάρτε τα, γιατί είναι δικά σας». Άκου, τους έδωσε πίσω και τα λεφτά που τον αγόρασαν! Μα λέει: «Όχι, Όχι! Πάρτε τα, πάρτε τα». Και φεύγει. Και ξαναβρίσκει το φίλο του και λέει: «Να σου πω· πήγαινε να με πουλήσεις σε αυτό το σπίτι». Γιατί; «Γιατί εκεί είναι ένας αιρετικός που θέλω να τον βοηθήσω να καταλάβει κάποια πράγματα και να επιστρέφει στην αληθινή πίστη». Και καθότανε δύο-τρία χρόνια στον αιρετικό. Τον έσωζε και αυτόν. Τον βοηθούσε και αυτόν. Μετά πήγαινε αλλού. Μια ζωή…

Καταλαβαίνεις Τι ζούσανε αυτοί οι άνθρωποι στην καρδιά τους Και άντεχαν. Γιατί, για να τα κάνεις όλα αυτά, πρέπει να έχεις μέσα σου μια χαρά, που να τ' αντέχεις! Αυτοί οι άνθρωποι δεν βασανίζονταν, δεν υπέφεραν που το έκαναν. Ένιωθαν μέσα τους μια άλλη πηγή δύναμης οπότε δεν ένιωθαν στέρηση τραγική· γιατί είχαν χαρά. Αυτήν τη χαρά να μας δώσει ο Κύριος της αληθινής βίωσης του Ευαγγελίου. Να ζήσουμε Κύριε, το πιο μεγάλο θαύμα και εμείς! Να καταλάβουμε μερικά πράγματα. Να καταλάβουμε ότι άλλα μας είπες άλλα κάνουμε. Να καταλάβουμε ότι έχουμε παραποιήσει τα λόγια Ιου. Ότι μπορεί στα δόγματα να φωνάζουμε και να λέμε, ούτε ένα γιώτα ούτε μια κεραία. Αλλά δεν είπες μόνο αυτά. Είπες και τόσα άλλα πρακτικά πράγματα που στην καθημερινή μας ζωή, δεν τα κάνουμε.

Να φοβηθούμε λίγο και να έχουμε ένα ερωτηματικό μέσα μας και να πούμε: «Άραγε, ο Κύριος εμένα τι θα μου πει, όταν με δει; Σε ξέρω, ή δεν σε ξέρω»; Γιατί είπε, ότι θα το πει και σε ιερείς αυτό. Ότι: «ούκ οϊδα υμάς». Και θα του πούμε: «Μα εμείς δεν κάναμε μπροστά σου τόσα πολλά»; «Δεν σας ξέρω παιδιά, δεν σας ξέρω. Γιατί δεν βλέπω να φοράτε, αυτό που φόραγα εγώ· το λέντιο». Αυτή την ποδιά που έβαλε ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών στο Μυστικό Δείπνο. Θα πει: «Εγώ δεν σας βλέπω να φοράτε τίποτα τέτοια. Εσείς είστε όλοι άψογοι, όλοι τέλειοι, όλοι σιδερωμένοι, περιποιημένοι, αξιοπρεπείς, καθαροί, σωστοί αλλά υποκριτές. Μέσα σε όλα αυτά, ψεύτικοι. Ενώ, Εγώ; Εγώ, δεν ήμουν τόσο αξιοπρεπής σαν και εσάς».